μπαγιαντέρα

μπαγιαντέρα
η
1. Ινδή χορεύτρια
2. (γενικά) χορεύτρια θεάτρου
3. γυναίκα υπερβολικά στολισμένη
4. πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bayadere < πορτογαλ. bailadeira «μπαλαρίνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κάλμαν, Ίμρε — (Imre ή Emmerich Kalman, 1882 – 1953). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε στην Ακαδημία Μουσικής της Βουδαπέστης με δάσκαλο τον Κέσλερ. Η πρώτη του οπερέτα Φθινοπωρινά γυμνάσια παίχτηκε σε πολλά θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής και σημείωσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”